- ἠλιθιότης
- ἠλιθιότηςfollyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠλιθιότητα — ἠλιθιότης folly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητι — ἠλιθιότης folly fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλιθιότητος — ἠλιθιότης folly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιθιότητα — η (AM ἠλιθιότης) [ηλίθιος] το γνώρισμα τού ηλιθίου, μωρία, ανοησία βλακεία νεοελλ. 1. σύμφυτη ή επίκτητη διανοητική κατάσταση, κατά την οποία το άτομο βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα διανοητικής ανάπτυξης, τής οποίας αμέσως κατώτερος βαθμός είναι … Dictionary of Greek